Follow @SStamellos




«Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα...»
Χρόνης Μίσσιος

22 Δεκ 2008

Έρευνα του ΕΛΚΕΘΕ
για την οικολογική ποιότητα των νερών του Σπερχειού

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

Δρ. Χατζηνικολάου Γιώργος
Τηλ. 22910 76395

Έρευνα

στο πλαίσιο του προγράμματος: «Ανάπτυξη δικτύων και παρακολούθηση ποιότητας των επιφανειακών εσωτερικών, των μεταβατικών και των παράκτιων υδάτων της χώρας - Αξιολόγηση/ταξινόμηση της οικολογικής τους κατάστασης»

Χρηματοδότης: Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων του ΥΠΕΧΩΔΕ.
Χρόνος Υλοποίησης: Απρίλιος 2008 – Απρίλιος 2009.

Τα σημεία δειγματοληψίας της οικολογικής ποιότητας κατά τα έτη 2007 και 2008 στη λεκάνη απορροής του Σπερχειού είναι:
GORGOPOTAMOS
LAMIA
AS_SPER
SPERCHIOS_DW
RODITSA

Σύμφωνα με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στην Ελληνική νομοθεσία με το νόμο 3199/2003 και το ΠΔ 51/2007, μέχρι το 2015 η Ελλάδα έχει την υποχρέωση όλα τα ποτάμια της να βρίσκονται σε τουλάχιστον καλή οικολογική ποιότητα. Η Οδηγία θέτει ως βασική προϋπόθεση την παρακολούθηση των ποταμών, που αφορά στα υδρομορφολογικά, φυσικοχημικά και βιολογικά στοιχεία (ψάρια, μακροασπόνδυλα, φυτά, διάτομα). Όλα τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να αναφέρουν την κατάσταση, που βρίσκονται τα ποτάμια τους σε πενταβάθμια κλίμακα (άριστη, καλή, μέτρια, φτωχή, κακή ποιότητα). Για όσα τμήματα ποταμών δεν βρίσκονται σε καλή ή άριστη κατάσταση πρέπει να ληφθούν –παράλληλα με την παρακολούθηση- διαχειριστικά μέτρα, έτσι ώστε να επιτευχθεί η άρση των περιοριστικών παραγόντων και να πραγματοποιηθεί ο στόχος μέχρι το 2015.

Στο παρόν δελτίο εξετάζονται στον ποταμό Σπερχειό η οικολογική ποιότητα του νερού που στηρίζεται στα βενθικά μακροασπόνδυλα και η φυσικοχημική κατάσταση, τα θρεπτικά και η σύσταση του υποστρώματος. Η οικολογική ποιότητα στηρίζεται στον δείκτη βενθικών μακροασπονδύλων (Hellenic Evaluation System) (Artemiadou & Lazaridou, 2005) και στην συμπλήρωσή του για τα ενδιαιτήματα (Chatzinikolaou et al., 2006). Τα φυσικοχημικά και τα θρεπτικά, καθώς δεν υπάρχει κάποιος δείκτης για τα ελληνικά ποτάμια, κρίνονται βάση των ανώτερων επιτρεπτών ορίων που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Η δειγματοληψία βενθικών μακροασπονδύλων έγινε με τη μέθοδο σάρωσης με απόχη για 3 λεπτά

Αποτελέσματα μετρήσεων. Οι δειγματοληψίες έγιναν κατά τη περίοδο χαμηλής ροής το 2007 και το 2008. Σε αυτή την περίοδο το μεγαλύτερο μέρος του Σπερχειού δεν είχε επιφανειακή ροή.

Ο σταθμός GORGOPOTAMOS

Στον σταθμό “GORGOPOTAMOS”, δεν υπήρχε κάποια σταθερή πηγή ρύπανσης. Το μόνο πρόβλημα αφορούσε την ύπαρξη λάσπης σε ελάχιστους θύλακες του υποστρώματος που προέρχονταν από προηγούμενες κατασκευαστικές εργασίες στο ανάντη. Ωστόσο, το πρόβλημα αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει την οικολογική ποιότητα του νερού, που βρέθηκε καλή. Ούτε τα βενθικά μακροασπόνδυλα βρέθηκαν σε κατώτερη της καλής κατάστασης και στα 2 δείγματα που λήφθησαν (2007 και 2008), αλλά ούτε και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του νερού υπερβήκαν τα όρια.

Ο σταθμός LAMIA


Ο σταθμός “LAMIA” βρίσκεται στο κατάντη της γέφυρας που ενώνει τη Λαμία με το χωριό Γοργοπόταμος. Η οικολογική ποιότητα από τα βενθικά μακροασπόνδυλα βρέθηκε μέτρια, αν και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του νερού δεν υπερβήκαν τα όρια. Προφανώς η θέση δέχθηκε σημαντικά ρυπαντικά φορτία κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα ή υπάρχουν ρύποι (βαρέα μέταλλα, φυτοφάρμακα) που δεν ελέγχθηκαν.

Ο σταθμός ASO_SPER


Ανάντη του σταθμού “ASO_SPER” που βρίσκεται σε κανάλι παράλληλο με τον παραπόταμο Ασωπό του Σπερχειού, βρίσκεται μονάδα χαρτοβιομηχανίας που αφήνει τα λύματα της στο κανάλι. Μέσω του καναλιού τα λύματα σε 100 μέτρα φτάνουν στο ποτάμι. Στον κανονικό παραπόταμο το καλοκαίρι δεν υπάρχει επιφανειακή ροή, γιατί το νερό εκτρέπεται προς το συγκεκριμένο κανάλι, που χρησιμοποιείται από τη χαρτοβιομηχανία. Η οικολογική ποιότητα βρέθηκε φτωχή, κάτι που συνάδει και με τις φυσικοχημικές παράμετρους. Ειδικά για το διαλυμένο οξυγόνο, η τιμή κορεσμού ήταν η χαμηλότερη που μετρήθηκε στον Σπερχειό. Η εικόνα συμπληρώνεται με την ανώμαλη κατάσταση του υποστρώματος, που σχολιάζεται παρακάτω.

Ο σταθμός SPERCHIOS_DW

Ο σταθμός “SPERCHIOS_DW”, στη παλιά κοίτη του Σπερχειού, βρίσκεται κατάντη της γέφυρας του ΠΑΘΕ. Το νερό επανέρχεται στην επιφάνεια μετά από τα εκτεταμένα, πρόσφατα αντιδιαβρωτικά έργα της γέφυρας. Τα έργα αυτά είναι για την ενίσχυση της κοίτης και των όχθεων του Σπερχειού με συρματόπλεχτα δέματα ογκόλιθων. Η ποιότητα του νερού βάση των βενθικών μακροασπονδύλων βρέθηκε φτωχή, όπως και το διαλυμένο οξυγόνο βρέθηκε χαμηλό, ενώ τα αμμωνιακά βρέθηκαν εκτός των επιτρεπτών ορίων.

Ο σταθμός RODITSA

Ο σταθμός “RODITSA”, στην «ανακουφιστική» τάφρο της Λαμίας, βρίσκεται 4,5 χιλιόμετρα πριν τις εκβολές στον Μαλιακό και δέχεται τα επεξεργασμένα (;) λύματα του βιολογικού σταθμού της Λαμίας. Το δείγμα βενθικών μακροασπονδύλων, σύμφωνα με τον δείκτη ποιότητας, βρέθηκε κακό. Σε σύνολο 610 δειγμάτων από τους ποταμούς της χώρας, μόλις το 1,2% βρέθηκε σε κακή κατάσταση, γεγονός που δείχνει την δραματική κατάσταση στο σταθμό “RODITSA”. Η συγκέντρωση των αμμωνιακών ιόντων βρέθηκε μια κλάση υψηλότερη από την μέγιστη επιτρεπτή τιμή γεγονός που καθιστά αμφίβολη την αποτελεσματικότητα στη λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού της Λαμίας.

Το υπόστρωμα των σταθμών δειγματοληψίας.

Όσο πιο ορεινός είναι ο χαρακτήρας ενός ποταμού και συνεπώς μεγαλύτερη η κλίση του, τόσο πιο χονδρόκοκκο (ογκόλιθοι, κροκάλες) είναι το υπόστρωμά του. Αντίθετα, όσο πιο ήπιες κλίσεις έχει ένας ποταμός, συνήθως στο πεδινό του τμήμα, τόσο πιο λεπτόκοκκο (άμμος) αναμένεται να είναι το υπόστρωμά του.

Το υπόστρωμα στους σταθμούς δειγματοληψίας κυμάνθηκε από χονδρόκοκκο, στον ημιορεινό σταθμό “GORGOPOTAMOS”, έως λεπτόκοκκο, στους πεδινούς σταθμούς. Ανωμαλία στο γενικό πρότυπο αποτέλεσαν ο σταθμός “SPERCHIOS_DW” με το μη αναμενόμενο σχετικά υψηλό ποσοστό χονδρόκοκκου υλικού σε σχέση με τον πεδινό σταθμό “LAMIA” που βρίσκεται σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Μικρό μέρος των αντιδιαβρωτικών έργων είχαν καταστραφεί στο κατάντη τμήμα και τροφοδοτούσε τον σταθμό δειγματοληψία ς με ογκόλιθους. Επίσης, προβληματική είναι η κατάσταση και στους πεδινούς σταθμούς (“ASO_SPER” και “RODITSA”) με το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό ιλύος στον πυθμένα. Η ιλύς προέρχεται από τις αγροτικές χρήσεις γης και την έλλειψη παραποτάμιας ζώνης, και τη χαρτοβιομηχανία.

Το στρώμα γκρίζας λάσπης από τη χαρτοβιομηχανία επικάθονταν στο φυσικό υπόστρωμα της κοίτης στο κανάλι του Ασωπού Σπερχειού. Στο τμήμα κοντά στις εκβολές το υπόστρωμα αποτελείται, επίσης, σε μεγάλο ποσοστό από ιλύ (“RODITSA”). Η ιλύς φράζει τα διάκενα του υποστρώματος και διακόπτει την επικοινωνία της επιφανειακής με την υπόγεια ροή. Η ιλύς είναι αποτέλεσμα των αυξημένων ποσοτήτων αιωρούμενων στερεών σωματιδίων που δέχεται ο ποταμός, κυρίως σε περιόδους έντονων ή παρατεταμένων βροχοπτώσεων. Τα αιωρούμενα στερεά σωματίδια υποβαθμίζουν την ποιότητα του νερού καθώς συσσωματώνονται πάνω τους διάφοροι υδρόφοβοι και μη ρύποι. Επίσης, όταν επικάθονται στα βράγχια των οργανισμών που διαβιούν στο νερό, τους προκαλούν ασφυξία. Η ανυπαρξία παρόχθιας ζώνης στο κατώτερο τμήμα του Σπερχειού, μια κυρίως αγροτική περιοχή που κατά τα τελευταία χρόνια εδράζει και μεγάλα κατασκευαστικά έργα (νέος ΠΑΘΕ), έχει ως συνέπεια σε κάθε δυνατή βροχόπτωση το γυμνό έδαφος, παρακείμενο στις όχθες, να καταλήγει στο νερό. Η βλάστηση σε φαρδιές παρόχθιες ζώνες, εκτός των ευεργετικών αποτελεσμάτων που μπορεί να έχει στην ποιότητα του νερού, λόγω της απορρόφησης των θρεπτικών, περιορίζει και την είσοδο του χώματος στο νερό με τη μορφή των αιωρούμενων στερεών σωματιδίων. Το μεγάλο πλάτος των παρόχθιων δασωμένων ζωνών συνήθως έρχεται σε σύγκρουση με την διάθεση προς αγροτική ή άλλη εκμετάλλευση της παραποτάμιας ζώνης.

Παράμετροι για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας
Η πενταβάθμια κλίμακα ταξινόμησης των ποταμών.


Στην οικολογική ποιότητα προϋπόθεση για τη χρήση των βιολογικών παραμέτρων στην εκτίμηση της ποιότητας είναι να υπάρχει δείκτης που να καταλήγει σε πενταβάθμια κλίμακα ποιότητας. Στις φυσικοχημικές παραμέτρους αν δεν υπάρχει δείκτης (πενταβάθμιας κλίμακας) τότε χρησιμοποιούνται τα όρια της νομοθεσίας. Βασική αρχή της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ είναι πως η τελική εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας αφορά στην παράμετρο που έδειξε τη χειρότερη ποιότητα. Στη περίπτωση των θεσπισμένων ορίων για τις φυσικοχημικές παράμετρους (συμπεριλαμβανομένων των θρεπτικών) ισχύει πως αν τουλάχιστον μια παράμετρος αποτυγχάνει στα επιτρεπτά όρια τότε η οικολογική ποιότητα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανώτερη από μέτρια. Κάτι που σημαίνει πως η αρμόδια διαχειριστική αρχή θα πρέπει να ξοδέψει πόρους σε περισσότερο ενδελεχή παρακολούθηση και σε διαχειριστικά μέτρα , προκειμένου να επιτευχθεί η τουλάχιστον καλή ποιότητα μέχρι το 2015.